εὐζώνων

εὐζώνων
εὔζωνος
well-girdled
masc/fem/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Evzones — The Evzones, or Evzoni, ( el. Εύζωνες, Ευζώνοι) is the name of several historical elite light infantry and mountain units of the Greek Army. Today, it refers to the members of the Proedriki Froura (Presidential Guard), an elite ceremonial unit… …   Wikipedia

  • ΕΚΚΑ — (Εθνική και Κοινωνική Απελευθέρωση). Αντιστασιακή οργάνωση που έδρασε στη διάρκεια της γερμανοϊταλικής Κατοχής, κατά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο. Η οργάνωση ιδρύθηκε τον Δεκέμβριο του 1942, με την πρωτοβουλία του πολιτευτή Γ. Καρτάλη και των Α.… …   Dictionary of Greek

  • 5/42 Evzones Regiment — The 5/42 Evzones Regiment or 42nd Regiment (Greek: 5/42 Σύνταγμα Εύζωνων or 42° Σύνταγμα) was an elite Evzones regiment of the Hellenic Army. Renowned for its fighting prowess, during the Greco Turkish War, the unit earned the nickname Setan… …   Wikipedia

  • Polykastro — Stadtgemeinde Polykastro (1986–2010) Δήμος Πολυκάστρου (Πολύκαστρο) …   Deutsch Wikipedia

  • ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… …   Dictionary of Greek

  • ευζωνικός — ή, ό [εύζωνος] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει σε εύζωνο 2. το ουδ. ως ουσ. το ευζωνικό το στρατιωτικό σώμα τών ευζώνων …   Dictionary of Greek

  • κυνηγός — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Οικισμός (19 κάτ.) του νομού Ευρυτανίας. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Προυσού. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 200 μ., 361 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πυλίας του νομού Μεσσηνίας.… …   Dictionary of Greek

  • λαχανάς — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ., 542 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λαγκαδά του νομού Θεσσαλονίκης. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο του νομού, κοντά στα όρια με τους νομούς Κιλκίς και Σερρών, 52 χλμ. ΒΑ της πόλης της Θεσσαλονίκης. Υπάγεται διοικητικά …   Dictionary of Greek

  • τσαρούχι — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 700 μ.) του νομού Καρδίτσας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Δρακότρυπας. * * * το, Ν 1. είδος ελαφρού και χαμηλού υποδήματος, από ακατέργαστο ή ημικατεργασμένο δέρμα, το οποίο φορούσαν παλαιότερα οι χωρικοί 2. το ειδικό… …   Dictionary of Greek

  • φέσι — Ψηλό, κυλινδρικό και συνήθως κόκκινο κάλυμμα του κεφαλιού. Η χρησιμοποίησή του καθιερώθηκε για πρώτη φορά στους Τούρκους από τον σουλτάνο Ορχάν (1328–30) και διήρκησε έως το 1925, οπότε καταργήθηκε από τον Κεμάλ Ατατούρκ. Οι Τούρκοι το θεωρούσαν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”